Δεύτερη Τρίτη

Το σήμερα ξεκίνησε άκομψα. Το να ανοίγεις τα μάτια, να συνειδητοποιείς ότι υπάρχεις, ξύπνησες, να η επόμενη μέρα, είναι το να εισέρχεσαι στον κόσμο. Και όταν κάποια πρωινά, εντελώς απροειδοποίητα, χωρίς αιτία, χωρίς λόγο κι ουσία, όταν στραβώνουν, το στομάχι μου στραβώνει μαζί τους και κάτι βαρύ κάθεται μέσα μου.
    Οι μύες που περιβάλλουν τα χείλη και τα μάγουλά μου κατακάθισαν και το μέτωπο στριμώχνεται στο ταυ που ορίζουν τα φρύδια με τη μύτη. Η κουζίνα μυρίζει και η ενόχλησή μου, προκειμένου να εκτονωθεί και να ξεψυχήσει, μετενσαρκώνεται. Τώρα τα έχω με την κουζίνα και αυτό είναι τόσο συγκινητικά απλό. Θα πλύνω τα πιάτα, τις κούπες, τα μαχαίρια και τα κουταλάκια, ύστερα θα τα τακτοποιήσω σα να έχουν τα κουζινικά δικές τους κλίκες, όμοιος με όμοιο σε στοιχίσεις ευθύγραμμες. Τέλος, καθαριστική σκόνη στο νεροχύτη, η μυρωδιά της οποίας υπογράφει τη δική μου ικανοποίηση. Απομακρύνομαι και κοιτάω το χώρο με αίσθημα περηφάνιας, σα να δημιούργησα. Για λίγο ίσως και να χαμογέλασα. Αν και δε νομίζω.
    Τις τελευταίες δύο κουταλιές καφέ τις έβαλα στη Philips και το άρωμα αμέσως μου συμπαραστάθηκε τρυφερά, όπως ένα πλεκτό ζακετάκι, όπως ένας φίλος όταν κλαις. Γύρισα στο δωμάτιό μου. Ένα μείγμα στενοχώριας και κούρασης με συμβούλευσε να σκεπαστώ με τη διπλή γκρίζα κουβέρτα, ούτε ανυπόφορα ζεστή ούτε λεπτοκαμωμένη. Και κοιμήθηκα για ώρες ως το μεσημέρι, αποσπασματικά.
    Το σήμερα ξεκίνησε δεύτερη φορά. Στο κινητό δεν υπήρχε μήνυμά σου, οπότε σηκώθηκα με ανάλογη διάθεση. Ο καφές περίμενε ζεστός, κάτι ήταν και αυτό. Η Δ. φρυγάνισε δυο φέτες ψωμί καλαμποκιού, λωρίδες αγγούρι στη μία, στην άλλη μαρμελάδα βατόμουρο, και κάθισε απέναντί μου. Οι άνθρωπου που αγαπάμε έχουν ένα μαγικό τρόπο να μας κάνουν να αισθανόμαστε ήρεμοι.
   
    Άνοιξα διάφορα τετράδια στο γραφείο και διάφορα παράθυρα στο λάπτοπ. Κάποια στιγμή η μελωδία που πρόβαρε η Δ. στο βιολί μπλέχτηκε αρμονικά με τη μουσική από το ηχείο μου και ταίριαξαν σα να 'ταν ένα. Για τα δύο λεπτά που κράτησε δεν ήξερα πώς να νιώσω.

Σχόλια